Γράφει το σενάριο, σκηνοθετεί, πρωταγωνιστεί. Ο 35άχρονος Βασίλης Χριστοφιλάκης είναι ο απόλυτος multitasker… Ναπολέων Βοναπάρτης του 58ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Στην ταινία του με τον «σιδηρόδρομο» τίτλο «Too Much Info Clouding Over My Head» καταπιάνεται με τις παθογένειες του σημερινού Έλληνα τριαντάρη που αρνείται θέλοντας και μη να ενηλικιωθεί, βάζοντας εμπόδια στον εαυτό και την ψυχολογία του. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για μία κωμωδία με κύριο ρόλο έναν σκηνοθέτη σε αναζήτηση χρημάτων για τη δεύτερή του ταινία που ουσιαστικά δε θέλει να κάνει και όλα τα ευτράπελα που προκύπτουν στο ενδιάμεσο.
Η πρεμιέρα την περασμένη Κυριακή στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη, ήταν κάτι παραπάνω από αποθεωτική και αυτήν τη στιγμή αποτελεί ένα από τα φαβορί για το Βραβείο Κοινού. Ο ίδιος, σε μία χορταστική κουβέντα, μας εξήγησε γιατί.
Τί το ιδιαίτερο έχει το «Too Much Info Clouding Over My Head»;
Πέρα από το πολύ επιφανειακό, το ότι είναι δηλαδή ασπρόμαυρο και ότι επιτέλους είναι μία κωμωδία -γιατί δεν υπάρχουν κωμωδίες- είναι στην ουσία η πρώτη smart comedy. Δεν είναι μία κωμωδία που πατάμε μια μπανανόφλουδα και πέφτουμε ούτε μία τηλεοπτική κωμωδία. Εϊναι μία κωμωδία στα πρότυπα του Woody Allen, των νεοϋρκέζικων ταινιών. Συν τοις άλλοις μιλάει πάρα πολύ καθαρά για τη γενιά μας, των millennials που έχουν αυτοάνοσα, ψυχολογικά, μία γενιά της ψυχοθεραπείας, που έχει μεγαλώσει αμφισβητούμενη, έχει πτυχία αλλά δε μπορεί να βρει δουλειά και που ζει στην απόλυτη ανασφάλεια για το μέλλον. «Περνάει» πολύ και η οικογενειακή, καθοδηγητική καβάτζα, που στην ουσία αυτή είναι και το μεγαλύτερο εμπόδιο.
Γιατί τόσο χειροκρότημα για την ταινία του Βασίλη Χριστοφιλάκη στη Θεσσαλονίκη;
Γράφει το σενάριο, σκηνοθετεί, πρωταγωνιστεί. Ο 35άχρονος Βασίλης Χριστοφιλάκης είναι ο απόλυτος multitasker… Ναπολέων Βοναπάρτης του 58ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Στην ταινία του με τον «σιδηρόδρομο» τίτλο «Too Much Info Clouding Over My Head» καταπιάνεται με τις παθογένειες του σημερινού Έλληνα τριαντάρη που αρνείται θέλοντας και μη να ενηλικιωθεί, βάζοντας εμπόδια στον εαυτό και την ψυχολογία του. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για μία κωμωδία με κύριο ρόλο έναν σκηνοθέτη σε αναζήτηση χρημάτων για τη δεύτερή του ταινία που ουσιαστικά δε θέλει να κάνει και όλα τα ευτράπελα που προκύπτουν στο ενδιάμεσο.
Η πρεμιέρα την περασμένη Κυριακή στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη, ήταν κάτι παραπάνω από αποθεωτική και αυτήν τη στιγμή αποτελεί ένα από τα φαβορί για το Βραβείο Κοινού. Ο ίδιος, σε μία χορταστική κουβέντα, μας εξήγησε γιατί.
Τί το ιδιαίτερο έχει το «Too Much Info Clouding Over My Head»;
Πέρα από το πολύ επιφανειακό, το ότι είναι δηλαδή ασπρόμαυρο και ότι επιτέλους είναι μία κωμωδία -γιατί δεν υπάρχουν κωμωδίες- είναι στην ουσία η πρώτη smart comedy. Δεν είναι μία κωμωδία που πατάμε μια μπανανόφλουδα και πέφτουμε ούτε μία τηλεοπτική κωμωδία. Εϊναι μία κωμωδία στα πρότυπα του Woody Allen, των νεοϋρκέζικων ταινιών. Συν τοις άλλοις μιλάει πάρα πολύ καθαρά για τη γενιά μας, των millennials που έχουν αυτοάνοσα, ψυχολογικά, μία γενιά της ψυχοθεραπείας, που έχει μεγαλώσει αμφισβητούμενη, έχει πτυχία αλλά δε μπορεί να βρει δουλειά και που ζει στην απόλυτη ανασφάλεια για το μέλλον. «Περνάει» πολύ και η οικογενειακή, καθοδηγητική καβάτζα, που στην ουσία αυτή είναι και το μεγαλύτερο εμπόδιο.
Γιατί επιλέξατε να κάνετε την ταινία ασπρόμαυρη;
Καθαρά γιατί μου αρέσει. Είναι πολλές δήθεν απαντήσεις που θα μπορούσα να δώσω, όπως ότι το ασπρόμαυρο έχει πιο πολύ χρώμα. Για μένα είναι ένα αισθητικό χακάρισμα, αμέσως αποκτά στυλ το φιλμ. Η ταινία είναι και low budget, και το ασπρόμαυρο της έδωσε αμέσως μία πολύ δυνατή αισθητική. Εϊναι και οι επιρροές μου τέτοιες, τα πρώτα φιλμ του Γούντι Άλεν είναι τέτοια, οι ταινίες του Τζιμ Τζάρμους. Είναι καθαρά θέμα επιρροών και του τί θεωρώ εγώ cool στο σινεμά.
Είναι βέβαια λίγο παρακινδυνευμένο όταν ζούμε στην εποχή της πιο σύγχρονης εικόνας από ποτέ.
Εγώ ήθελα γενικότερα να έχω μία πολύ απλή σκηνοθεσία, να εστιάσω πάρα πολύ στις ερμηνείες, στο σενάριο και στο στόρι, οπότε ασυνείδητα ίσως δε μου χρειάστηκε να έχω μία εκπληκτική έγχρωμη φωτογραφία. Προτίμησα να κάνω ένα πιο παραδοσιακό ασπρόμαυρο φιλμ και μέχρι στιγμής νομίζω πως έχω δικαιωθεί.
Οι χαρακτήρες είναι περισσότερο αληθινοί ή καρικατούρες από τη σκηνοθετική ματιά;
Όταν ξεκίνησα να γράφω το σενάριο ήταν πολύ «καθαροί» οι χαρακτήρες. Νομίζω ότι ο χώρος του star system που περιγράφω είναι έτσι σε μεγάλο βαθμό. Μπορεί να φαίνονται καρικατούρες αλλά ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Σίγουρα άλλοι χαρακτήρες όπως ο πρωταγωνιστής και η μητέρα του είναι αρκετά πιο τραβηγμένοι χωρίς όμως αυτό να αφαιρεί από την ουσία τους. Το θετικό που ακούω είναι ότι από την αρχή του σεναρίου όποιος διάβαζε τους χαρακτήρες μου, τους ήξερε, ζουν ανάμεσά μας.
Γιατί σκηνοθετήσατε τον… εαυτό σας και όχι κάποιον άλλο στο ρόλο του πρωταγωνιστή;
Από πάντα ήθελα να παίξω και έδωσα πολύ μεγάλο εσωτερικό αγώνα για αυτό. Το κομμάτι που έπαιξα ήταν για μένα μία μεγάλη ανατροπή, μία υπέρβαση. Το πάλευα από μικρός και είχα μεγάλο φόβο και ανασφάλεια για να το κάνω. Κάποια στιγμή με μία προηγούμενη ταινία που είχα κάνει, είχα φτάσει στο αμήν, είχα πει ότι από δω και πέρα καλούμαι και βάσει της εποχής να χρησιμοποιήσω ό,τι διαθέτω ως Βασίλης. Διότι δεν υπάρχουν πολλές ευκαιρίες και πρέπει να τα δώσω όλα, οπότε ένα από αυτά ήταν και το να παίξω. Είναι η πρώτη φορά και δεν θα είναι η τελευταία (γέλια).
Η ταινία έχει σαφή αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ποια είναι τα πραγματικά κοινά σας στοιχεία με τον πρωταγωνιστή;
Το παραδέχομαι ότι έχει. Είναι πράγματα που έχω ακούσει ή ζήσει από πρώτο χέρι, είτε τραβηγμένα είτε όχι. Είναι πράγματα που σκέφτηκα τη δική μου τη ζωή και σκέφτηκα πως θα ήταν όταν γίνουν διάφορες αλλαγές, όταν για παράδειγμα πεθάνει ο πατέρας μου τί θα συνέβαινε με τα δικά του τα υπάρχοντα. Ταυτίζομαι με το πόσο ιδεολόγος είναι ο πρωταγωνιστής μου, αλλά δε θα μπορούσα να έχω την τόλμη του, όσον αφορά στις συναναστροφές του και τις περιπέτειες που περνάει. To OCD (ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή) είναι κάτι πιο τραβηγμένο.
Στην επίσημη σελίδα της ταινίας στο facebook, διάβασα ότι η ταινία μιλάει για την Αθήνα, την ενηλικίωση, τη φιλοδοξία, την αποτυχία και την εξιλέωση. Σήμερα, σε ποια ηλικία θεωρείται ο Έλληνας ενήλικας πια;
Έχουν αλλάξει πλέον τα standards και ο μεγάλος μέσος όρος μετά τα 30 ενηλικιώνεται. Είναι πολύ δυνατοί οι δεσμοί της οικογένειας και ο σημερινός άνθρωπος περνάει την εφηβεία γύρω στα 20 όπου σπάει πολλές φορές το κεφάλι του και σιγά σιγά στην ηλικία του Χριστού -μπορεί να μην είναι και καθόλου τυχαίο- να μεγαλώνει και να ωριμάζει. Δεν υπάρχουν και δουλειές, όσοι δουλεύουμε δε μπορούμε να συντηρηθούμε απόλυτα από το επάγγελμά μας, γενικά δε μπορούμε λόγω κρίσης και ανταγωνισμού να είμαστε από μικροί ανεξάρτητοι. Η οικονομική ανεξαρτησία είναι το νούμερο ένα που χρειάζεται κανείς για να αισθανθεί ώριμος και δεν υπάρχει γενικά σταθερότητα.
Στην ταινία το θέμα της εξασφάλισης επιχορηγήσεων στον κινηματογράφο θίγεται και στηλιτεύεται έντονα. Ποια είναι η δική σας εμπειρία;
Υπάρχουν κάποιες καυστικές σκηνές για το κέντρο κινηματογράφου για τις συνεργασίες, τους επηρμένους, τους ψωνισμένους. Είναι ένα ναρκοπέδιο και το να κάνεις μία ταινία είναι ένας άθλος και όπως ο χαρακτήρας, έτσι κι εγώ είναι σχεδόν θαύμα το ότι κατάφερα να κάνω την ταινία που ήθελα να κάνω.
Πώς τα καταφέρατε;
Επειδή πιστεύω ότι το όραμα ενός σκηνοθέτη πρέπει να εκπληρωθεί και επειδή από προηγούμενες ταινίες που είχα κάνει είχα καταλάβει ότι πρέπει να περιμένεις πολύ καιρό και να υποβληθείς σε πολλά «βασανιστήρια», αποφάσισα ότι θα το κάνω σαν καμικάζι χωρίς να περιμένω εγκρίσεις στο σενάριο και αποστειρωμένες ή μη επιτροπές. Είπα ότι θα βασιστώ καθαρά στις δικές μου δυνάμεις, με κάποια «ιδιωτικά» χρήματα και βοήθεια από όσους την πρόσφεραν, μπόρεσα να κάνω την ταινία με πολύ χαμηλό προϋπολογισμό, αλλά πολύ καλή οργάνωση, ένα πολύ οικογενειακό συνεργείο και κάπως έτσι βγήκε η δουλειά. Αν πάρω περισσότερα χρήματα στο μέλλον θα προτιμήσω ξανά το μικρό συνεργείο.
Όταν λέτε low budget, μπορείτε να το συγκεκριμενοποιήσετε;
Ανήκω στην κατηγορία του no budget, στην κατηγορία δηλαδή κάτω των 20.000 ευρώ. Παρόλο που οι συντελεστές μου όλοι πληρώθηκαν, θεωρείται μία no budget ταινία τεχνικά.
Θα ταυτιστεί ή θα ενοχληθεί ο Έλληνας βλέποντας την ταινία; Εσείς τί θα προτιμούσατε;
Είναι πολύ βαθιά ερώτηση αυτή. Θα ήθελα να ταυτιστεί η δική μας γενιά, η γενιά των 30άρηδων. Δεν είναι μία ταινία μόνο για έναν σκηνοθέτη που ψάχνει χρήματα και περιγράφει τις δυσκολίες του χώρου, είναι μία ταινία για οποιονδήποτε τριαντάρη που δε μπορεί να σταθεί στα πόδια του. Σίγουρα θέλω να ενοχληθεί η προηγούμενη γενιά από εμάς, οι γονείς μας, οι baby boomers, αυτή η γενιά του μεγάλου «εγώ» που αμφισβήτησε τις παραδοσιακές αξίες, αλλά στην ουσία έκανε παιδιά και τα αμφισβήτησε και αυτά. Θα ήθελα να ενοχληθούν και να ξυπνήσουν αν και δεν είμαι πολύ αισιόδοξος ότι θα γίνει κάτι τέτοιο.
Διέκρινα ένα stand up comedy χιούμορ; Ισχύει;
Όταν σπούδαζα στη βόρεια Αγγλία έκανα stand up comedy, αλλά ύστερα μπήκα σε μία φόρμα και έκανα στο θέατρο σοβαρά έργα. Αυτό όμως υπήρχε μέσα μου έντονα και είπα ότι θα αξιοποιήσουμε ό,τι μας αρέσει να κάνουμε. Η ταινία είναι όντως σε ένα βαθμό αυτοσχεδιαστική. Είναι αρκετά ευδιάκριτες οι επιρροές μου: Louis CK, Ρενέ Γκοσινί, Λάρι Ντέιβιντ, Γούντι Άλεν, Τζιμ Τζάρμους, αδερφοί Kοέν…
Τι σχόλια ακούσατε από τον κόσμο;
Μπορεί κάποιος να με πει ψωνισμένο, αλλά όλοι μου λένε «επιτέλους και μία κωμωδία» και το ωραίο είναι ότι έρχονται να τη δουν πολύ νέα παιδιά. Από ό,τι μαθαίνω έχει γίνει viral εδώ και είναι πρώτη σε θεάσεις.
Τί θα προτιμούσατε: Το βραβείο κοινού ή μία εξαιρετική πορεία στα φεστιβάλ του εξωτερικού;
Πολύ δύσκολη ερώτηση. Το βραβείο κοινού. Γενικά, πιστεύω ότι πρέπει να κάνουμε εξωστρεφή κινηματογράφο, οπότε θα ‘θελα να πάει καλά στο εξωτερικό, αλλά κυρίως θα ήθελα να αρέσει στο κοινό και όχι απαραίτητα στα φεστιβάλ.
Δείτε το τρέιλερ: