Επιστολή 20 σημείων που αφορά αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και την αύξηση του κατώτατου μισθού, απέστειλε ο υπουργός Εργασίας, Πάνος Σκουρλέτης, προς τους κοινωνικούς εταίρους (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΣΕΤΕ).
Σύμφωνα την «Εφημερίδα των Συντακτών» πρόθεση του υπουργού φέρεται να είναι να έχει ψηφιστεί μέχρι το τέλος Απριλίου το νομοσχέδιο. Οι πρώτες μεγάλες παρεμβάσεις μπορούν να συμπυκνωθούν στα εξής:
1. Επαναφέρεται σταδιακά και σε δύο φάσεις ο γενικός κατώτατος μισθός στα επίπεδα του Φεβρουαρίου του 2012 οπότε και καταργήθηκε με νομοθετική παρέμβαση η τότε ισχύουσα ΕΓΣΣΕ με τη μείωση κατά 22% (και 32% για τους νέους μέχρι 25 ετών). Στο πρώτο στάδιο (1/10/15) αίρονται οι μισθολογικές διακρίσεις με βάση την ηλικία των εργαζομένων και αυξάνονται οι κατώτατες αμοιβές κατά 10,91%(650 ευρώ μεικτά ο μηνιαίος μισθός για τους υπαλλήλους και 29,05 ευρώ μεικτά το ημερομίσθιο για τους εργατοτεχνίτες). Στο δεύτερο στάδιο(1/7/16) ο γενικός κατώτατος μισθός ορίζεται στα 751 ευρώ μεικτές αποδοχές για τους υπαλλήλους και το κατώτατο ημερομίσθιο στα 33,57 ευρώ για τους εργατοτεχνίτες.
2. Το μέσον διαμόρφωσης του γενικού κατώτατου μισθού θα είναι στο εξής η εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας η οποία και θα έχει καθολική εφαρμογή για το σύνολο των όρων της.
3. Καταργείται η αναστολή των αυξήσεων των επιδομάτων πολυετίας και των ωριμάνσεων.
4. Εισάγεται η υποχρέωση των διαπραγματευόμενων μερών για κωδικοποίηση των όρων προηγούμενων όρων συλλογικών συμβάσεων και διαιτητικών αποφάσεων στο περιεχόμενο των νέων συλλογικών ρυθμίσεων, προκειμένου αυτές να διατηρηθούν σε ισχύ.
5. Εισάγεται νέο είδος συλλογικής διαπραγμάτευσης σε επίπεδο ομίλων επιχειρήσεων.
6. Καθιερώνεται η υποχρέωση των εργοδοτικών οργανώσεων για διαπραγμάτευση, ανεξάρτητα από τη ρητή σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό τους.
7. Ενισχύεται η δυνατότητα διαπραγμάτευσης σε κλαδικό επίπεδο σε περίπτωση απουσίας κλαδικής εργοδοτικής οργάνωσης μέσα από μεμονωμένους εργοδότες (μέχρι 10) που απασχολούν την πλειοψηφία των εργαζομένων του κλάδου με εναλλακτική δυνατότητα την συμμετοχή της υπερκείμενης εργοδοτικής οργάνωσης στις διαπραγματεύσεις.
8. Επαναφέρεται η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης για τους εργαζόμενους σε περίπτωση συρροής των συλλογικών συμβάσεων.
9. Αίρεται η αναστολή της δυνατότητας επέκτασης των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων, όταν υπογράφονται από εργοδοτικές οργανώσεις που τα μέλη τους απασχολούν την πλειοψηφία των εργαζόμενων στον κλάδο.
10. Επαναφέρεται η πλήρης μετενέργεια των κανονιστικών όρων των συλλογικών συμβάσεων 6 μήνες μετά από τη λήξη τους με δυνατότητα παράτασής της σε περίπτωση προσφυγής στον ΟΜΕΔ.
11. Ενισχύεται ο ρόλος του ΟΜΕΔ.
12. Δημιουργείται ενιαίο σώμα μεσολαβητών/διαιτητών.
13. Δημιουργείται σώμα οικονομικών εμπειρογνωμόνων που θα συνδράμει με τεχνικές εκθέσεις το έργο των μεσολαβητών/διαιτητών μετά από αίτημά τους.
14. Συνεκτιμάται η εν γένει οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων στην κρινόμενη συλλογική διαφορά στο στάδιο της μεσολάβησης και της διαιτησίας.
15. Εκλέγεται ο Πρόεδρος του ΟΜΕΔ και επιλέγονται οι μεσολαβητές και οι διαιτητές με αυξημένη πλειοψηφία(2/3) των μελών του 9μελούς διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού.
16. Εισάγεται τεκμήριο εγκυρότητας των στοιχείων που επικαλείται η πλευρά των εργαζομένων στο στάδιο της μεσολάβησης και της διαιτησίας, στην περίπτωση που η εργοδοτική πλευρά δεν προσκομίσει στο στάδιο των διαπραγματεύσεων τα αναγκαίο από το νόμο οριζόμενα οικονομικά στοιχεία (συνολικό και επιμέρους μισθολογικό κόστος, λειτουργικές δαπάνες, εν γένει οικονομικά στοιχεία ανά επίπεδο διαπραγμάτευσης, οικονομική πολιτική και πολιτική προσωπικού της επιχείρησης).
17. Ενισχύεται ο θεσμός της μεσολάβησης που αποτελεί το βασικό στάδιο επίλυσης των συλλογικών διαφορών με δυνατότητα επαναδιατύπωσης της πρότασης του μεσολαβητή μετά από την αρχική της κατάθεση και την αναζήτηση συγκλίσεων για την οριστική μεσολαβητική πρόταση.
18. Διατηρείται η μονομερής προσφυγή σε τριμελούς σύνθεσης διαιτησία, όταν το ένα μέρος αρνείται την μεσολάβηση ή απορρίπτει την μεσολαβητική πρόταση.
19. Διατηρείται η αρμοδιότητα της διαιτησίας επί του συνόλου της κρινόμενης συλλογικής διαφοράς.
20. Καταργείται ο δεύτερος βαθμός διαιτησίας και δικαστικού ελέγχου της διαιτητικής απόφασης με τον δικαστικό έλεγχο να παραμένει σε πρώτο βαθμό μόνο ως προς τη νομιμότητα της διαιτητικής διαδικασίας.